αίνιγμα

αίνιγμα
Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα κοινότατα και ευνόητα, γι’ αυτό και έχει χαρακτήρα ουσιαστικά λαϊκό. Από τον τύπο μεταφοράς που το καλύπτει, καρπό στοιχειωδών συνδυασμών και συγκρίσεων, προκύπτει ολοφάνερα ότι το α. είναι μια από τις αρχαιότερες μορφές παράδοσης. Για τον λαό, το α. εξακολουθεί να είναι έκφραση της λαϊκής σοφίας, ευχάριστη απασχόληση για τα παιδιά και κίνητρο για άμιλλα σε λαϊκές συγκεντρώσεις. Στους αρχαίους λαούς τα α. δεν ήταν απλά πνευματικά παιχνίδια, αλλά και απασχόληση των σοφών. Η Βίβλος αναφέρει ότι ο Σαμψών πρότεινε α. στους Φιλισταίους και ότι η βασίλισσα του Σαβά θέλησε να δοκιμάσει τη σοφία του Σολομώντα κάνοντας του αινιγματικές ερωτήσεις, στις οποίες εκείνος απαντούσε με ετοιμότητα και πεποίθηση. Στην αρχαία Ελλάδα το α. συνδεόταν με τους χρησμούς των μαντείων και με τους μύθους. Είναι γνωστό πως ο Οιδίποδας κατόρθωσε να νικήσει τη φοβερή Σφίγγα αφού έλυσε το α. που του έθεσε. Κατά τους ιστορικούς χρόνους το α. ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι στα συμπόσια. Γρήγορα μπήκε και στη λογοτεχνία: το χρησιμοποίησαν οι τραγικοί και περισσότερο οι κωμικοί ποιητές. Πολλά α. και γρίφους μας διέσωσε ο Αθήναιος. Ενώ στις χώρες της Ανατολής το α. εμφανίζεται πλησιέστερο προς την αλληγορία, στην αρχαία Ρώμη την προτίμηση συγκέντρωναν τα α. που στηρίζονταν στο λογοπαίγνιο. Οι Βυζαντινοί καλλιέργησαν το α. ως λογοτεχνικό είδος και έχουν βρεθεί σχετικές συλλογές ανώνυμες ή και κάποτε με το όνομα γνωστών λογίων. Κατά τον Μεσαίωνα το α. γνώρισε ακμή στη Δύση, όπου χρησιμοποιήθηκε και σε ορισμένα οικόσημα, που το έμβλημά τους είχε χαρακτήρα γρίφου. Επειδή η λύση του α. απαιτεί ορισμένη προετοιμασία και οξύνοια, το δέχτηκαν ευνοϊκά οι μορφωμένες τάξεις, και μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Γαλιλαίος, ο Βολτέρος, δεν περιφρόνησαν τη σύνθεση α. Από τον 19ο αι. το α. άρχισε να κινεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενός μεγαλύτερου κοινού και εμφανίστηκαν οι πρώτες ειδικές εκδόσεις, αρχικά με μορφή ετήσιων αλμανάκ και έπειτα περιοδικών. Τα α. είναι γνωστά και σε πολλούς πρωτόγονους λαούς, οι οποίοι τους αποδίδουν τελετουργική σημασία και τα λύνουν ακολουθώντας πολύπλοκο τυπικό και σε ορισμένες εποχές του έτους. Παράσταση σε αττικό αγγείο του 5ου αι. π.Χ. με τον Οιδίποδα που ακούει το αίνιγμα της Σφίγγας (Μουσείο Βατικανού).
* * *
το (Α αἴνιγμα)
1. φράση, στίχος ή δίστιχο που συνήθως καλύπτει με περιφράσεις και παρομοιώσεις κάποια έννοια, την οποία καλείται κάποιος να ανακαλύψει
2. ασαφής, σκοτεινός λόγος, γρίφος
νεοελλ.
(για πρόσωπα ή καταστάσεις) ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος, αβέβαιος
αρχ.
1) φρ. «δι' αἰνιγμάτων» ή «ἐξ αἰνιγμάτων», με αινίγματα, ασαφώς, ακατανόητα. 2) σαρκασμός, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνίσσομαι*.
ΠΑΡ. αινιγματίας, αινιγματικός, αινιγματιστής, αινιγματώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. αἰνιγματοποιός
νεοελλ.
αινιγματογράφος, αινιγματοθέτης, αινιγματολύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίνιγμα —         (ainigma) (греч.); aenigma (лат.) иносказание, загадка, символ, энигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • αἴνιγμα — dark saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνιγμα — το, ατος 1. φράση σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενη που το νόημά της πρέπει κανείς να το μαντέψει: Πολλές φορές τα βράδια μαζεύονταν και διασκέδαζαν λέγοντας αινίγματα. 2. σκοτεινός, ακατανόητος (για ανθρώπους ή πράγματα): Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴνιγμ' — αἴνιγμα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνιγμάτων — αἴνιγμα dark saying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγμασι — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγμασιν — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματα — αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματι — αἴνιγμα dark saying neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματος — αἴνιγμα dark saying neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”